Η υπόθεση που διερευνά η Εισαγγελία της Βαρσοβίας ρίχνει βαριά σκιά στις σχέσεις Πολωνίας και Νότιας Κορέας, τη στιγμή που οι δύο χώρες συνεργάζονται στενά για το μεγαλύτερο πρόγραμμα στρατιωτικού εκσυγχρονισμού στην Ευρώπη. Στο επίκεντρο βρίσκεται εταιρεία με έδρα τη Βαρσοβία, που φέρεται να έλαβε 25 εκατ. δολάρια από νοτιοκορεάτη εργολάβο άμυνας, μέσω αμφιλεγόμενων συμβουλευτικών τιμολογίων.

Οι αρχικές συμφωνίες μεταξύ των δύο χωρών υπεγράφησαν το 2022 και περιλάμβαναν προμήθειες αρμάτων μάχης K2, αυτοκινούμενων πυροβόλων και εκσυγχρονισμό υποδομών. Η συνολική αξία τους εκτιμάται στα 7 δισ. δολάρια, με στόχο την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της Πολωνίας απέναντι στη Ρωσία.

Ωστόσο, η αποκάλυψη ότι η εταιρεία-κλειδί ιδρύθηκε μόλις το 2019, είχε ελάχιστη δραστηριότητα μέχρι το 2022 και ξαφνικά εμφάνισε εκτόξευση εσόδων, προκαλεί σοβαρά ερωτήματα για το αν χρησιμοποιήθηκε ως «διάδρομος» μεταφοράς χρημάτων.

Η εξέλιξη αυτή μπορεί να επηρεάσει την ευρωπαϊκή στάση απέναντι σε μεγάλες ασιατικές αμυντικές συνεργασίες, την ώρα που η Σεούλ προσπαθεί να εδραιώσει παρουσία στην αγορά της ΕΕ. Το σκάνδαλο δείχνει πως, ακόμη και σε περιόδους στρατιωτικού επείγοντος, η διαφάνεια και οι θεσμικοί έλεγχοι παραμένουν κρίσιμοι για τη νομιμοποίηση κάθε στρατηγικής συμφωνίας.

Η Ελλάδα παρακολουθεί στενά την υπόθεση, καθώς η Νότια Κορέα έχει ήδη υποβάλει προτάσεις για αμυντική συνεργασία με την Αθήνα σε τρεις τομείς – κατασκευή και εκσυγχρονισμός υποβρυχίων, συστήματα MUM-T και συμπαραγωγή στρατιωτικών οχημάτων. Ένα σκάνδαλο αυτού του μεγέθους, που αγγίζει συμβόλαια πολλών δισεκατομμυρίων και περιλαμβάνει αμφιλεγόμενες οικονομικές συναλλαγές, θα μπορούσε να προκαλέσει αυξημένο έλεγχο από την ελληνική πλευρά στις διαδικασίες και τους όρους συνεργασίας.

Επιπλέον, η Πολωνία αποτελεί βασικό «δοκιμαστή» των κορεατικών οπλικών συστημάτων στην Ευρώπη. Αν αποδειχθεί ότι η υπόθεση επηρεάζει το ρυθμό παράδοσης ή την αξιοπιστία των συμφωνιών, η Ελλάδα μπορεί να επανεξετάσει χρονοδιαγράμματα και ρήτρες στα δικά της πιθανά συμβόλαια. Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η Τουρκία, που επίσης αναζητά νέες αμυντικές συνεργασίες στην Ασία, μπορεί να επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί το πλήγμα στην εικόνα της Σεούλ για να αποσπάσει καλύτερους όρους.