Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο της Τουρκίας στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, με την ανάπτυξη του μαχητικού πέμπτης γενιάς KAAN, των drones Bayraktar TB2 και Akıncı καθώς και του stealth UAV Kızılelma, η Άγκυρα εξακολουθεί να επιδιώκει την απόκτηση Eurofighter Typhoon και την επανένταξη στο πρόγραμμα των αμερικανικών F-35. Η αντίφαση είναι μόνο φαινομενική, αφού πίσω από αυτήν κρύβεται ένας βαθύς στρατηγικός ρεαλισμός.

Το KAAN έχει μεν πραγματοποιήσει την πρώτη του πτήση, αλλά απέχει ακόμη αρκετά χρόνια από την πλήρη επιχειρησιακή του ετοιμότητα. Παράλληλα, το Kızılelma είναι σε φάση δοκιμών και δεν μπορεί να καλύψει τον κρίσιμο ρόλο των επανδρωμένων μαχητικών σε αποστολές εναέριας υπεροχής. Επομένως, η Τουρκία αναζητά λύσεις που θα καλύψουν το χρονικό κενό ισχύος μέχρι την ωρίμανση των εγχώριων συστημάτων. Το Eurofighter, παρά το ευρωπαϊκό του προφίλ, θεωρείται από την Άγκυρα μια άμεση λύση υψηλών δυνατοτήτων.

Ταυτόχρονα, η τουρκική ηγεσία αντιλαμβάνεται ότι το F-35 παραμένει το κορυφαίο μαχητικό του πλανήτη, με δυνατότητες δικτυοκεντρικού πολέμου και τεχνολογίες που δεν μπορούν να αναπληρωθούν σε εθνικό επίπεδο. Η Ελλάδα, η οποία ήδη διαθέτει Rafale και ενισχύει τον στόλο της με Viper, ενδέχεται να ενταχθεί στο πρόγραμμα F-35, διαμορφώνοντας μια ισορροπία ισχύος εις βάρος της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Η επιθυμία της Άγκυρας για ενίσχυση με δυτικά μαχητικά δεν αναιρεί το αφήγημα της αμυντικής αυτάρκειας αλλά το συμπληρώνει. Η Τουρκία δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά σε προγράμματα που βρίσκονται ακόμα σε πειραματικό ή δοκιμαστικό στάδιο. Επιλέγει τον δύσκολο δρόμο της παράλληλης ανάπτυξης, θέλοντας να καλύψει τόσο τις άμεσες ανάγκες της όσο και τις φιλοδοξίες της για στρατηγική αυτονομία στο μέλλον.