Η συνεχιζόμενη τουρκική προκλητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο έχει οδηγήσει την Ελλάδα σε στρατηγικό σταυροδρόμι: να επιμείνει στη διπλωματική οδό μέσω διαλόγου και παραπομπής στη Χάγη, ή να ενισχύσει την αποτρεπτική της ισχύ για την αντιμετώπιση των επιθετικών ενεργειών της Άγκυρας και των συμμάχων της.

Η κυβέρνηση παρακολουθεί με ανησυχία την πρόθυμη ευθυγράμμιση της Τρίπολης με την τουρκική πολιτική, την ώρα που οι χάρτες του τουρκολιβυκού μνημονίου φιγουράρουν ξανά στο προσκήνιο. Η επανενεργοποίηση των συζητήσεων για «θαλάσσιες ζώνες» μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης και η αγνόηση της ύπαρξης Κρήτης, Καρπάθου και Ρόδου αποτελούν ευθεία απειλή για τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.

Μπροστά σε αυτή τη δυναμική, η ελληνική πλευρά:

Ενισχύει τα επιχειρήματα για διεθνή παρέμβαση και εξετάζει προσφυγή στη Χάγη, με βάση την αρχή της ειρηνικής επίλυσης διαφορών.

Ασκεί πίεση σε ΕΕ και ΗΠΑ, για να εκθέσει την Τουρκία ως παράγοντα αποσταθεροποίησης στη ΝΑ Μεσόγειο.

Αξιοποιεί τη νομική εργαλειοθήκη του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, επιμένοντας πως τα νησιά έχουν πλήρη επήρεια και δεν μπορούν να αγνοηθούν από χάρτες ή συμφωνίες τρίτων.

Παράλληλα, η στρατιωτική αποτροπή ενισχύεται. Οι ΕΔ παραμένουν σε αυξημένη επιφυλακή, ειδικά στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, ενώ η παρουσία UAV, φρεγατών και ερευνητικών πλοίων παρακολουθείται στενά. Στόχος είναι να μην επιτραπεί η δημιουργία τετελεσμένων στο πεδίο.

Η Ελλάδα έχει ξεκαθαρίσει πως είναι πρόθυμη να συζητήσει, μόνο όμως με βάση το Διεθνές Δίκαιο και όχι με βάση επιβολής ισχύος. Εφόσον η Λιβύη επιμείνει στην προσχώρησή της στο τουρκικό δόγμα, η ελληνική πλευρά θα προχωρήσει σε ενεργοποίηση όλων των διεθνών μηχανισμών αποτροπής και ακύρωσης του μνημονίου.

Η κατάσταση, λοιπόν, παραμένει εύθραυστη και το δίλημμα Χάγη ή ρήξη είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.

ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΠΗΡΕΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΠΟΝΟΥΣ;