Η Συνθήκη της Λωζάνης παραμένει το πιο ισχυρό διεθνές κείμενο που καθόρισε τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας στον 20ό αιώνα. Στην περίπτωση της ελληνικής παρουσίας στην Κωνσταντινούπολη, το κείμενο προέβλεπε ρητά την προστασία της μειονότητας και των περιουσιακών της δικαιωμάτων. Οι Έλληνες της Πόλης εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών και είχαν εγγυημένη παραμονή, επαγγελματική δραστηριότητα και ιδιοκτησία. Ωστόσο, η πραγματικότητα αποδείχθηκε εντελώς διαφορετική. Σειρά γεγονότων όπως ο φόρος περιουσίας του 1942, τα Σεπτεμβριανά του 1955 και οι απελάσεις της δεκαετίας του 1960 οδήγησαν στη βίαιη συρρίκνωση της κοινότητας και στη δήμευση τεράστιων περιουσιών.
Παράλληλα, οι Έλληνες της Σμύρνης και άλλων μικρασιατικών περιοχών εντάχθηκαν στην ανταλλαγή πληθυσμών. Η Συνθήκη όριζε ότι θα λάμβαναν αποζημιώσεις για τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους, μέσα από ειδικές επιτροπές. Όμως οι διαδικασίες αυτές είτε δεν λειτούργησαν είτε έμειναν σε ελάχιστα παραδείγματα, με αποτέλεσμα ολόκληρος ο μικρασιατικός ελληνισμός να χάσει την περιουσία του χωρίς αποζημίωση. Το γεγονός αυτό συνιστά μια τεράστια εκκρεμότητα που μπορεί να ερμηνευθεί με σύγχρονο τρόπο.
Αν η Ελλάδα ήθελε να κινηθεί με την ίδια ένταση που η Τουρκία χρησιμοποιεί το αφήγημα της Γαλάζιας Πατρίδας, θα μπορούσε να προβάλλει διεθνώς το ζήτημα των αποζημιώσεων και των καταπατημένων περιουσιών. Η μη εφαρμογή αυτών των όρων δεν είναι μόνο ιστορική αδικία, αλλά και παραβίαση ενός θεμελιώδους διεθνούς κειμένου. Η ελληνική «Χαμένη Πατρίδα» δεν είναι απλά ένα αφήγημα αλλά ένα στοιχείο διεθνούς συζήτησης.
Η Ελλάδα ιστορικά περιορίστηκε σε διαμαρτυρίες και καταγραφές παραβιάσεων, αλλά ποτέ δεν άνοιξε επίσημο φάκελο αποζημιώσεων. Έτσι, οι ελληνικές περιουσίες που δημεύθηκαν ή καταστράφηκαν παραμένουν μέχρι σήμερα μια ανοιχτή πληγή χωρίς διεθνή διεκδίκηση.
Η συζήτηση για τις ελληνικές περιουσίες στην Κωνσταντινούπολη, που έμειναν εγκλωβισμένες στην Τουρκία μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, δεν είναι μόνο ιστορική αλλά και απολύτως σύγχρονη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει ανοίξει ήδη τον δρόμο για διεκδικήσεις, με χαρακτηριστικές αποφάσεις που καταδίκασαν την Άγκυρα σε καταβολή υψηλών αποζημιώσεων προς Έλληνες κληρονόμους. Μία από τις πιο πρόσφατες περιπτώσεις αφορά την Ευφροσύνη Γιαννοπούλου και τη Μαρία Τσιροπούλου, οι οποίες δικαιώθηκαν με ποσό που ξεπερνά τα 14 εκατ. ευρώ για ακίνητο στο Μπεσίκτας. Αντίστοιχα, η υπόθεση της Πολυξένης Πιστικά και των αδερφών Φωκά είχε οδηγήσει σε αποζημίωση 5 εκατ. ευρώ. Αυτές οι αποφάσεις αποδεικνύουν ότι το ζήτημα των περιουσιών παραμένει ανοιχτό και πως το νομικό οπλοστάσιο της Ελλάδας διαθέτει εργαλεία που δεν έχουν αξιοποιηθεί σε διακρατικό επίπεδο.
Να σημειωθεί ότι οι περιουσίες των Τούρκων ανταλλαξίμων που έφυγαν το 1923 καλύφθηκαν από τη Συνθήκη ανταλλαγής και θεωρούνται «εκκαθαρισμένες» υποχρεώσεις. Δεν μπορούν να ξανανοίξουν σήμερα.
Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης έχει αναγνωρισμένα δικαιώματα και μπορεί να προσφύγει σε ελληνικά δικαστήρια ή στο ΕΔΑΔ, κάτι που έχει συμβεί (π.χ. για βακούφια). Δηλαδή οι μηχανισμοί υπάρχουν και λειτουργούν.
Το σημαντικότερο όμως είναι πως δεν υπάρχει ανάλογος όγκος «εξαφανισμένων περιουσιών» όπως στην περίπτωση των Ελλήνων της Πόλης, όπου το τουρκικό κράτος είτε δήμευσε είτε εμπόδισε νομικά την κληρονομική διαδοχή.
Διαβάστε επίσης:
Ισραηλινό κανάλι: «Η Τουρκία στέλνει σαφές μήνυμα με πρωτοφανή εξοπλισμό»
Νέο τουρκικό UAV TALAY αλλάζει τα δεδομένα στον ναυτικό πόλεμο