Παρουσιάζεται στην Τουρκία ως κλιμάκωση, όμως για την Αθήνα είναι ψύχραιμη συνέχεια ενός πολυετούς σχεδίου αποτροπής και διαλειτουργικότητας με συμμάχους. Το τουρκικό ρεπορτάζ συνδέει τέταρτη Belharra, επίσπευση F-35 και ασκήσεις σε Αιγαίο και Έβρο με πρόθεση πρόκλησης. Στο ελληνικό ανάγνωσμα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο 2035, στη σταδιακή αντικατάσταση μέσων, στην ενίσχυση του Στόλου και στην αναβάθμιση της αεράμυνας και της στοχοποίησης.
Οι Belharra ανεβάζουν επίπεδο αισθητήρων και αντιαεροπορικών δυνατοτήτων, λειτουργούν ως κόμβοι C2 και δίνουν πραγματική εμβέλεια στη θάλασσα. Τα F-35, εφόσον τηρηθούν χρονοδιαγράμματα και θεσμικά βήματα, κλείνουν το τρίγωνο με Rafale και αναβαθμισμένα F-16, δημιουργώντας πλέγμα αισθητήρων κι όχι απλώς προσθήκη αριθμών. Το PULS, αν προχωρήσει, καλύπτει κενό πυραυλικού πυρός με κλιμάκωση βεληνεκών και υψηλή κινητικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι θα «δέσει» σε C4ISR και εφοδιαστική αλυσίδα με λογικό κόστος κύκλου ζωής. Οι Exocet ενισχύουν την αντικαράβια αποτροπή σε περιβάλλον Αιγαίου.
Οι αιφνιδιαστικές διακλαδικές ασκήσεις δεν είναι μήνυμα κλιμάκωσης αλλά δοκιμή ετοιμότητας και διακλαδικής σύντηξης. Για το ΝΑΤΟ, η ελληνική αναβάθμιση δεν ανοίγει ρωγμή. Μειώνει το κενό δυνατοτήτων στη νοτιοανατολική πτέρυγα και πιέζει για κανάλια αποκλιμάκωσης και τεχνικούς κανόνες εμπλοκής.
Η Άγκυρα προβάλλει ως αντίβαρο Eurofighter, νεότερα F-16 και εγχώρια προγράμματα. Η Αθήνα απαντά με δικτυοκεντρικό σχεδιασμό, νομική επιχειρηματολογία σε θαλάσσιες ζώνες και ρεαλιστική εκπαίδευση. Το ερώτημα δεν είναι ποιον εμπιστεύεται η Ελλάδα. Είναι πώς κλειδώνει τεχνολογική και επιχειρησιακή υπεροχή με διαφάνεια, κόστος υπό έλεγχο και συμμαχική αξιοπιστία, ώστε το παιχνίδι στο Αιγαίο να παραμείνει αποτρεπτικό και όχι τυχοδιωκτικό.