Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έχει ρίζες που φτάνουν πίσω στη δεκαετία του ’30, όταν ο τότε ηγέτης της χώρας, Σάχης Ρεζά Παχλαβί, ξεκίνησε προσπάθειες για την απόκτηση πυρηνικής ενέργειας με καθαρά ειρηνικούς σκοπούς.

Η συνεργασία με τη Δύση και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ ήταν ουσιαστική: το Ιράν αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους συμμάχους της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή, ειδικά στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Κατά τη δεκαετία του ’60 και ’70, η συνεργασία με τις ΗΠΑ και τη Γερμανία παρήγαγε τις πρώτες ερευνητικές υποδομές, υπό την ομπρέλα της IAEA και της συμφωνίας «Άτομα για Ειρήνη» (Atoms for Peace). Μέχρι το 1978, το Ιράν είχε ήδη αρχίσει να προμηθεύεται εξοπλισμό και αντιδραστήρες για ενεργειακές ανάγκες.

Η Ισλαμική Επανάσταση του 1979 άλλαξε ριζικά το τοπίο. Η νέα θεοκρατική κυβέρνηση διέκοψε προσωρινά το πρόγραμμα, ωστόσο σταδιακά το ανέπτυξε ξανά με νέα στρατηγική, μέσα σε πλαίσιο απόλυτου απορρήτου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ξεκίνησε το λεγόμενο πρόγραμμα AMAD, το οποίο στόχευε στην παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου για πιθανή στρατιωτική χρήση.

Παράλληλα, η συνεργασία με χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα αλλά και η Πακιστάν φέρεται να έδωσε ώθηση στις τεχνικές δυνατότητες της Τεχεράνης. Σύμφωνα με αμερικανικές εκθέσεις της εποχής, το Ιράν αξιοποίησε δίκτυα παράνομης μεταφοράς τεχνολογίας και πυρηνικού εξοπλισμού.

Από την αρχή της δεκαετίας του 2000, οι αποκαλύψεις για κρυφές εγκαταστάσεις (Νατάνζ, Ισφαχάν κ.ά.) έφεραν τη χώρα στο προσκήνιο των διεθνών ανησυχιών, οδηγώντας σε σειρά ψηφισμάτων, ελέγχων και κυρώσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Ωστόσο, η πυρηνική φιλοδοξία του Ιράν δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτημα. Εδράζεται στη βαθύτερη στρατηγική ανάγκη του καθεστώτος να εξισορροπήσει τις πιέσεις της Δύσης και να αποκτήσει αποτρεπτική ισχύ μέσα σε ένα ιδιαίτερα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον.