Η Αθήνα βρίσκεται μπροστά σε μια καίρια επιλογή για το μέλλον των Ενόπλων Δυνάμεων. Η αναβάθμιση του δικτύου μη επανδρωμένων αεροσκαφών δεν αφορά απλώς την τεχνολογία, αλλά την ίδια τη θέση της χώρας στον αμυντικό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου. Το πρόγραμμα που εξετάζεται από το ΓΕΕΘΑ συνδέεται με τη δημιουργία ολοκληρωμένου πλέγματος UAV τακτικής και στρατηγικής επιτήρησης, ικανό να ενταχθεί στο C4ISR και να δώσει στην Ελλάδα σαφές πλεονέκτημα.
Οι κινήσεις της Τουρκίας με τα Bayraktar και τα νέα Anka δείχνουν πως ο ανταγωνισμός στην περιοχή γίνεται όλο και πιο απαιτητικός. Η Ελλάδα μελετά συνδυασμό εγχώριων λύσεων και διεθνών συνεργασιών ώστε να μη μείνει πίσω σε έναν τομέα που καθορίζει την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων. Ειδικό βάρος δίνεται στην ενοποίηση των UAV με τα συστήματα αεράμυνας και τα πλοία επιφανείας, ώστε να δημιουργηθεί μια αλυσίδα στόχευσης υψηλής ακρίβειας.
Να σημειωθεί ότι με την ένταξη των φρεγατών Belharra στον στόλο, για πρώτη φορά το Πολεμικό Ναυτικό αποκτά πλατφόρμες ικανές να λειτουργούν ως κόμβοι C4ISR, συνδέοντας αισθητήρες, UAV και άλλα μέσα σε ένα ενιαίο δίκτυο επιχειρήσεων. Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα ενισχύει την αποτρεπτική της ισχύ και μπορεί να επιβάλει θαλάσσιο έλεγχο σε κρίσιμες περιοχές.
Το στοίχημα είναι διπλό. Από τη μια να επιτευχθεί αυτονομία στην επιτήρηση και στην άμυνα. Από την άλλη να αποφευχθεί εξάρτηση από τρίτες χώρες σε κρίσιμες τεχνολογίες. Η απόφαση που θα ληφθεί τους επόμενους μήνες μπορεί να καθορίσει το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στην αεροναυτική ισορροπία της Ανατολικής Μεσογείου.