Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο δίλημμα που αφορά τη μελλοντική ικανότητα αποτροπής της στη θάλασσα.
Η επιλογή υποβρυχίων με κάθετους εκτοξευτές που μπορούν να μεταφέρουν έως δέκα πυραύλους κρουζ το καθένα αλλάζει ριζικά την ισορροπία ισχύος και απαιτεί ολοκληρωμένο σχεδιασμό.
Ένα σχήμα δύο συν δύο προσφέρει ευελιξία και κλιμακούμενη ικανότητα κρούσης όμως φέρνει μαζί του ζητήματα υποδομών νομοθεσίας και διεθνούς πολιτικής διαχείρισης.
Απαιτούνται ειδικές εγκαταστάσεις αποθήκευσης και εφοδιασμού πυραύλων ασφάλεια για τα ευαίσθητα φορτία και εκτεταμένα προγράμματα εκπαίδευσης πληρωμάτων και τεχνικών.
Οικονομικά το οπλικό φορτίο και οι υποστηρικτικές υποδομές αυξάνουν το κόστος του προγράμματος σε βάρος άλλων κλάδων άμυνας γι αυτό η προτεραιοποίηση και ο μακροπρόθεσμος προϋπολογισμός είναι απαραίτητα.
Επιχειρησιακά συνιστάται υβριδική αρχιτεκτονική όπου δύο σκάφη με VLS θα παρέχουν δυνατότητα κρούσης και διαπραγματευτικής αποτροπής ενώ δύο AIP ή με ισχυρές μπαταρίες θα επικεντρωθούν σε sea denial συλλογή πληροφοριών και προστασία θαλασσίων οδών.
Ο χρονικός ορίζοντας παράδοσης οι ικανότητες C4ISR για στόχευση και η διαχείριση αποθεμάτων πυραύλων αποτελούν κλειδιά.
Να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρουν τα ΝΕΑ, συνάντηση στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού έγινε στις αρχές Οκτωβρίου με εκπροσώπους της κορεατικής Hanwha, όπου παρουσιάστηκε το υποβρύχιο Submarine-III.
Το σκάφος διαθέτει αναερόβια πρόωση (AIP) και σύστημα κάθετης εκτόξευσης (VLS) πίσω από το ιστίο, ικανό να μεταφέρει έως έξι SLBM ή πυραύλους κρουζ.
Η νέα Batch 2 εκδοχή, υπό κατασκευή από το 2023, μπορεί να φιλοξενήσει δέκα πυραύλους και αναβαθμισμένες μπαταρίες.
Το υποβρύχιο έχει εκτόπισμα 3.358 τόνων, μήκος 274 πόδια και πλήρωμα 50 άτομα. Η Ελλάδα φαίνεται να εξετάζει τη δυνατότητα 2+2 τέτοιων σκαφών, δηλαδή συνολικά 40 πυραύλων κρουζ.
Διαβάστε επίσης:
Gazprom και Τουρκία σε συζητήσεις για τα νέα ενεργειακά συμβόλαια