Η επιλογή ενός μαχητικού αεροσκάφους από τις ένοπλες δυνάμεις δεν βασίζεται μόνο στις τεχνικές δυνατότητες αλλά και στο κόστος, τη διαλειτουργικότητα και την πολιτική στρατηγική. Το NΑΤΟϊκό περιβάλλον έχει ενισχύσει τη θέση του F35, που ξεχωρίζει για τη δυνατότητα stealth, το προηγμένο δίκτυο αισθητήρων και την άμεση ανταλλαγή δεδομένων με συμμαχικές δυνάμεις. Για αυτό τον λόγο κράτη όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα έχουν προχωρήσει σε προμήθειες του συγκεκριμένου τύπου.
Από την άλλη πλευρά, το Rafale και το Eurofighter εκφράζουν την ευρωπαϊκή αυτονομία και τη βιομηχανική κυριαρχία. Η Ισπανία ενίσχυσε τον στόλο των Typhoon και στηρίζει το πρόγραμμα FCAS, θέλοντας να επενδύσει στη στρατηγική ανεξαρτησία της Ευρώπης. Η Ελλάδα επέλεξε τα Rafale, εκτιμώντας τον πολυδύναμο ρόλο τους και το χαμηλότερο λειτουργικό κόστος, ενώ η Ελβετία στράφηκε στο F35 για λόγους συμβατότητας.
Στο οικονομικό σκέλος, το κόστος απόκτησης κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα για όλα τα μοντέλα, όμως η διαφορά εμφανίζεται στο λειτουργικό. Το F35 απαιτεί 40 με 50 χιλιάδες δολάρια ανά ώρα πτήσης, το Eurofighter είναι ακριβό στη συντήρηση, ενώ το Rafale διατηρεί χαμηλότερο κόστος περίπου 15 χιλιάδων δολαρίων ανά ώρα.
Τεχνικά, το F35 υπερέχει σε αποστολές μυστικότητας, το Rafale φημίζεται για την ευελιξία και την αρθρωτή δομή του οπλισμού του και το Eurofighter παραμένει κυρίαρχο σε αποστολές αεροπορικής υπεροχής. Η τελική απόφαση κάθε χώρας αποτελεί περισσότερο πολιτική πράξη που συνδυάζει στρατιωτικές ανάγκες, οικονομικούς περιορισμούς και συμμαχικές ισορροπίες.