Η γεωπολιτική αφύπνιση της Αθήνας και το τριμερές μέτωπο της σταθερότητας
Στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, εκεί όπου η ιστορία γράφεται παραδοσιακά με αίμα και σκληρές διπλωματικές μανούβρες, η Ελλάδα φαίνεται να πατάει πλέον γερά το πόδι της. Η πρόσφατη κινητικότητα στις σχέσεις μεταξύ Αθήνας, Λευκωσίας και Ιερουσαλήμ δεν αποτελεί απλώς μια ακόμα διπλωματική συνάντηση ρουτίνας στο πλαίσιο των γνωστών τριμερών σχημάτων. Πρόκειται για μια βαθιά στρατηγική αναδιάταξη, η οποία στοχεύει στην εδραίωση της χώρας μας ως βασικού πυλώνα ασφάλειας σε μια περιοχή που φλέγεται και αναζητά νέες ισορροπίες.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, συναντώντας τον Μπενιαμίν Νετανιάχου και τον Νίκο Χριστοδουλίδη, στέλνει ένα σαφές μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση: η Ανατολική Μεσόγειος δεν είναι πλέον το «γήπεδο» ενός μόνο παίκτη που επιθυμεί να επιβάλλει τη θέλησή του με τη βία ή τον εκβιασμό. Η εικόνα που κυκλοφόρησε στον τουρκικό Τύπο, παρουσιάζοντας τους τρεις ηγέτες να χτίζουν ένα «κάστρο στην άμμο», είναι άκρως ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο η Άγκυρα προσπαθεί να υποβαθμίσει τη σημασία αυτών των συμμαχιών. Ωστόσο, η πραγματικότητα στο πεδίο δείχνει ότι αυτό το «κάστρο» έχει θεμέλια από ατσάλι και δεν πρόκειται να γκρεμιστεί από τα επικοινωνιακά κύματα της γείτονος.
Η Τουρκία παρακολουθεί με έκδηλο εκνευρισμό κάθε ελληνική κίνηση. Από τη συνάντηση στα Ιεροσόλυμα μέχρι την ενίσχυση των νησιών μας, οτιδήποτε πράττει η Ελλάδα βαφτίζεται αυτόματα ως απειλή. Αυτή η εμμονική ανάγνωση των γεγονότων από την πλευρά της Άγκυρας δεν είναι τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα μιας ηγεμονικής αντίληψης που θέλει την Τουρκία να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε ό,τι συμβαίνει στην περιοχή, θεωρώντας κάθε άλλη πρωτοβουλία ως απόπειρα «περιθωριοποίησής» της.
Ο διαμεσολαβητικός ρόλος και η ελληνική παρουσία στη Γάζα
Μια από τις πλέον σημαντικές ειδήσεις που προκύπτουν από τις τρέχουσες εξελίξεις είναι η πρόθεση της Ελλάδας να αναλάβει έναν ενεργό διαμεσολαβητικό ρόλο στη σύγκρουση μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Η κίνηση του Πρωθυπουργού να επισκεφθεί τη Ραμάλα και να συναντηθεί με την Παλαιστινιακή Αρχή πριν από τις επαφές με την ισραηλινή πλευρά, υπογραμμίζει την επιθυμία της Αθήνας για μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που δεν εγκλωβίζεται σε μονοσήμαντες σχέσεις.
Αυτό όμως που προκαλεί πραγματική αίσθηση και αναβαθμίζει το γεωπολιτικό μας αποτύπωμα είναι η πληροφορία για την πιθανή συμμετοχή της Ελλάδας σε μια διεθνή ειρηνευτική δύναμη στη Γάζα, υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Δεν μιλάμε απλώς για μια θεωρητική διπλωματική στήριξη, αλλά για φυσική παρουσία με αποστολή στρατιωτών. Μια τέτοια κίνηση, εφόσον υλοποιηθεί, θα καταστήσει την Ελλάδα απαραίτητο εταίρο για τη διεθνή κοινότητα και τις μεγάλες δυνάμεις, δίνοντάς μας λόγο στις εξελίξεις της επόμενης μέρας στην περιοχή.
Διαψεύσεις και η ουσία της αμυντικής συνεργασίας
Παρά τις φήμες που κυκλοφόρησαν έντονα στο δημόσιο διάλογο για τη δημιουργία μιας «δύναμης ταχείας επέμβασης» 2.500 στρατιωτών μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, υψηλόβαθμες κυβερνητικές πηγές και το Υπουργείο Άμυνας ξεκαθαρίζουν ότι τέτοιος σχεδιασμός δεν υφίσταται. Η συνεργασία μας με το Ισραήλ παραμένει ισχυρή και εδραιωμένη, αλλά εστιάζει στην ανταλλαγή πληροφοριών, τις κοινές ασκήσεις και την πρόσβαση σε προηγμένη αμυντική τεχνολογία.
Είναι κρίσιμο να διαχωρίζουμε την πραγματική αμυντική εμβάθυνση από τη σπέκουλα. Η Ελλάδα δεν επιδιώκει να δημιουργήσει επιθετικούς σχηματισμούς, αλλά να οχυρώσει την αποτρεπτική της ισχύ. Τα περιφερειακά σχήματα στα οποία συμμετέχουμε, όπως αυτά με την Αίγυπτο ή τη Σαουδική Αραβία, είναι συμπεριληπτικά. Δεν αποκλείουν κανέναν, αρκεί οι συμμετέχοντες να έχουν μια κοινή συναντίληψη για τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Γιατί η Τουρκία αντιδρά με «νευρικό κλονισμό»;
Ο εκνευρισμός του Τούρκου Υπουργού Άμυνας για την εγκατάσταση ισραηλινών οπλικών συστημάτων στον Έβρο και στα νησιά είναι αποκαλυπτικός. Η Άγκυρα επικαλείται συνεχώς τη δήθεν αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, την ίδια στιγμή που η ίδια διατηρεί την μεγαλύτερη αποβατική δύναμη στη Μεσόγειο ακριβώς απέναντί τους. Η αλήθεια είναι ότι η Τουρκία δεν ανησυχεί για την «ασφάλειά» της, αλλά για την απώλεια της δυνατότητας να εκβιάζει την Αθήνα με την απειλή χρήσης βίας.
Η τουρκική ηγεσία δυσκολεύεται να αποδεχθεί ότι η Ελλάδα έχει πλέον τη δυνατότητα να ανασχέσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Η Άγκυρα θεωρεί το Ισραήλ εχθρό του μουσουλμανικού κόσμου και την Κύπρο μια οντότητα που δεν αναγνωρίζει. Όταν βλέπει αυτούς τους τρεις πόλους να συνεργάζονται στενά, αντιλαμβάνεται ότι ο ζωτικός της χώρος για αυθαιρεσίες στενεύει δραματικά. Θα έπρεπε βέβαια η ίδια η Τουρκία να αναρωτηθεί γιατί οι σχέσεις της με τα περισσότερα κράτη της περιοχής είναι απλώς «λειτουργικές» και συχνά συνοδεύονται από βαθιά καχυποψία.
Η κάλυψη του χάσματος ισχύος και η ποιοτική υπεροχή
Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα πέτυχε κάτι που πολλοί θεωρούσαν ακατόρθωτο μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης: να μειώσει δραστικά το handicap ισχύος έναντι της γείτονος. Με την απόκτηση των μαχητικών Rafale, την αναβάθμιση των F-16 σε Viper και την έλευση των φρεγατών Belharra, η πλάστιγγα στο Αιγαίο έχει αρχίσει να γέρνει υπέρ της Ελλάδας στον τομέα της τεχνολογικής υπεροχής.
Η τουρκική αμυντική βιομηχανία έκανε πράγματι άλματα τα τελευταία 25 χρόνια, δίνοντας έμφαση στην ποσότητα και την εγχώρια παραγωγή. Ωστόσο, η Ελλάδα απάντησε με ποιοτική υπεροχή. Η ναυτική μας ισχύς, η οποία είναι ταυτισμένη με την ιστορική μας υπόσταση από την ίδρυση του κράτους μας, ενισχύεται με τέτοιο τρόπο που η Τουρκία πλέον υπολογίζει σοβαρά το κόστος οποιασδήποτε πρόκλησης. Στη διεθνή σκηνή, το διπλωματικό αποτύπωμα έχει βάρος μόνο όταν υποστηρίζεται από πραγματική στρατιωτική ισχύ. Αυτό το μάθημα η Αθήνα το εμπέδωσε με τον σκληρό τρόπο και πλέον το εφαρμόζει στην πράξη.
Η Ελλάδα ως αυτόνομος παράγοντας ισχύος
Δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα αλλάξουν μαγικά επειδή υπάρχει μια περίοδος σχετικής ηρεμίας. Η Τουρκία παραμένει προσκολλημένη στην ηγεμονική της αντίληψη. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν είναι πλέον ο αδύναμος κρίκος που ήταν πριν από λίγα χρόνια. Έχοντας εξασφαλίσει ισχυρές στρατηγικές συμμαχίες και έχοντας επενδύσει στη δική της αμυντική θωράκιση, η χώρα μας μπορεί να κοιτάζει το μέλλον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Η συμμετοχή σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές, η ενεργειακή διασύνδεση με το Ισραήλ και η ποιοτική αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων είναι τα εργαλεία που μας επιτρέπουν να διαπραγματευόμαστε από θέση ισχύος. Η Τουρκία μπορεί να συνεχίσει να σχολιάζει με εκνευρισμό τις κινήσεις μας, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η Αθήνα έχει ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στη Μεγάλη Γαλάζια Σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου. Η ασφάλεια και η σταθερότητα της περιοχής περνούν πλέον υποχρεωτικά μέσα από την ελληνική πρωτεύουσα.
ΠΗΓΕΣ: Αποσπάσματα από την ενημερωτική εκπομπή Εκπομπή «Σήμερα» – ΣΚΑΪ με τους Κωνσταντίνο Φίλη (Διεθνολόγος) και Κώστα Υφαντή (Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων), Ανταπόκριση Μανώλη Κωστίδη από την Κωνσταντινούπολη για τις αντιδράσεις του τουρκικού Τύπου και του Υπουργείου Άμυνας της Τουρκίας, Στοιχεία για τις αμυντικές συμφωνίες Ελλάδας-Γαλλίας (Belharra) και Ελλάδας-Ισραήλ.
Διαβάστε επίσης:
Το «θηρίο» της Γαλλίας: Η απόφαση Μακρόν που αλλάζει τις ισορροπίες
Η απόρρητη ατζέντα που φέρνει ο Νετανιάχου στον Τραμπ και το τέλος της Χαμάς όπως την ξέραμε
F-35: Προειδοποιεί η Τουρκία την Ελλάδα και το Ισραήλ – «Ξέρουμε ότι ασκείτε πιέσεις»
Τουρκία
Ελλάδα
Κύπρος
Ισραήλ