Οι εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ έχουν φτάσει σε επικίνδυνα επίπεδα, με τις δύο χώρες να βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης, κυρίως λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων τους στη μεταπολεμική Συρία. Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στα τέλη του 2024 δημιούργησε ένα κενό εξουσίας, το οποίο τόσο η Άγκυρα όσο και η Ιερουσαλήμ επιδιώκουν να καλύψουν, ενισχύοντας την επιρροή τους στην περιοχή.
Η Τουρκία υποστηρίζει τη νέα μεταβατική κυβέρνηση της Συρίας υπό τον Αχμάντ αλ-Σαράα, παρέχοντας στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη, με στόχο την ενίσχυση της επιρροής της και την εξουδετέρωση των κουρδικών δυνάμεων που θεωρεί απειλή για την εθνική της ασφάλεια. Αντίθετα, το Ισραήλ βλέπει με ανησυχία την αυξανόμενη τουρκική παρουσία στη Συρία και υποστηρίζει τις κουρδικές και δρούζικες ομάδες, επιδιώκοντας την αποδυνάμωση της νέας συριακής κυβέρνησης και την αποτροπή της εδραίωσης της τουρκικής επιρροής .
Οι εντάσεις έχουν ενταθεί με αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ σε περιοχές της Συρίας όπου δραστηριοποιούνται τουρκικές δυνάμεις, προκαλώντας την αντίδραση της Άγκυρας, η οποία έχει ενισχύσει την αεράμυνά της και έχει προειδοποιήσει για αντίποινα. Παράλληλα, η Τουρκία έχει αυξήσει την παραγωγή πυραύλων μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς, ενισχύοντας τις στρατιωτικές της δυνατότητες .
Παρά την κλιμάκωση, έχουν γίνει προσπάθειες για αποτροπή άμεσης σύγκρουσης, με τεχνικές συνομιλίες μεταξύ των δύο χωρών για την αποφυγή ατυχημάτων και την αποσυμφόρηση της κατάστασης . Ωστόσο, οι βαθιές στρατηγικές διαφορές και η έλλειψη εμπιστοσύνης καθιστούν δύσκολη την επίτευξη μακροπρόθεσμης λύσης.
Η κατάσταση παραμένει εύθραυστη, με τον κίνδυνο μιας ευρύτερης σύγκρουσης να ελλοχεύει, εάν δεν υπάρξει αποτελεσματική διπλωματική παρέμβαση και ειλικρινής διάλογος μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών.