Η Τουρκία αποτελεί ίσως τον πιο ρευστό παράγοντα στο νέο «Μεγάλο Παιχνίδι». Από τη μία, μέλος του ΝΑΤΟ. Από την άλλη, διατηρεί στενές επαφές με τη Ρωσία και την Κίνα, προσπαθώντας να αξιοποιήσει την πολυπολική παγκόσμια τάξη προς όφελός της.
Η αγορά των S-400 από τη Μόσχα, η παρασκηνιακή στήριξη της τουρκικής λίρας από ρωσικά κεφάλαια, αλλά και οι συνεργασίες σε drones και ενεργειακά, είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα της τουρκορωσικής προσέγγισης. Παράλληλα, η Άγκυρα δεν διστάζει να επιδεικνύει φιλοκινεζικές τάσεις, συμμετέχοντας σε επενδυτικά φόρα με το Πεκίνο και συζητώντας πιθανή εμπλοκή στο Belt and Road Initiative.
Την ίδια στιγμή, ζητά F-16 από τις ΗΠΑ, ενώ μπλοκάρει ή καθυστερεί σχεδιασμούς της Δύσης στο ΝΑΤΟ, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη στάση της απέναντι στη Σουηδία και τη Φινλανδία.
Η Τουρκία επιχειρεί να οικοδομήσει τη δική της σφαίρα επιρροής στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και τον Καύκασο. Το δόγμα του “τουρκικού αιώνα” και η πολιτική των UAV (Bayraktar, Kizilelma, Anka) εξυπηρετούν αυτόν τον σκοπό.
Ωστόσο, αυτή η τακτική εξισορρόπησης ενέχει κινδύνους. Οι ΗΠΑ δεν εμπιστεύονται την Τουρκία, ενώ οι Ρώσοι τη θεωρούν ασταθή. Η Κίνα βλέπει την Άγκυρα περισσότερο ως ενδιάμεσο κόμβο και λιγότερο ως αξιόπιστο στρατηγικό εταίρο.
Η Ελλάδα, εν μέσω αυτών των εξελίξεων, οφείλει να επισημαίνει διεθνώς τον ρόλο της Τουρκίας ως αποσταθεροποιητικού παράγοντα. Ο δρόμος της Άγκυρας μοιάζει να είναι μονοπάτι ισορροπίας πάνω σε τεντωμένο σχοινί – και κάθε κίνηση έχει κόστος.