Ο Τοπάλ Οσμάν δεν ήταν απλώς ένας Τούρκος αξιωματικός ή διοικητής στο ειδικό Σύνταγμα Σωματοφυλάκων του Μουσταφά Κεμάλ αλλά κάτι διαφορετικό.
Και αποκρουστικό ταυτόχρονα. Ο Τοπάλ Οσμάν ήταν ένας στυγνός δολοφόνος, ένας «χασάπης» που συνέδεσε το όνομά του με εγκληματικές πράξεις σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου όπως και των Αρμενίων.
Κατά τη διάρκεια του οθωμανικού εμφυλίου πολέμου βρισκόταν στην περιοχή του Πόντου, όπως και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1915, στην Τραπεζούντα δημιούργησε τον τρομακτικό «μύθο» του ως διοικητής μιας ομάδας συμμοριών.
Μαζί με τον Ισχάκ Τσαβούς και τον Χουσεϊν Μπαγίρογλου συμμετείχαν σε δολοφονίες και σφαγές του τοπικού πληθυσμού, Ποντίων και Αρμενίων. Επίσης στην ίδια περίοδο ο Οσμάν προχώρησε στη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν σε Αρμένιους.
Το 1916, ο Οσμάν και μια ομάδα ανδρών επιτέθηκαν σε ένα Ποντιακό ελληνικό αγροτικό χωριό, το Προσόρι, στο Βιλαέτι της Τραπεζούντας.
Οι άντρες βίασαν τις γυναίκες, σκότωσαν νεαρούς, έκλεψαν ό,τι ήθελαν από τα σπίτια και ξυλοκόπησαν έναν ιερέα μέχρι θανάτου.
Με την απειλή θανάτου, οι επιζώντες χωρικοί έπρεπε να υπογράψουν ένα έγγραφο που έλεγε ότι οι επιτιθέμενοι ήταν Αρμένιοι!
Ο Οσμάν έκανε παρόμοιες επιθέσεις κατά των Ελλήνων του Πόντου μετά τον πόλεμο.
Το 1920, αυτός και οι άνδρες του φυλάκισαν όλους τους χριστιανούς άντρες της Κερασούντας και τους κράτησαν για λύτρα. Βίασαν τις χριστιανές ενώ οι σύζυγοι και οι πατέρες τους ήταν φυλακισμένοι. Κάθε απόγευμα, η ομάδα του Οσμάν σκότωνε πέντε ή έξι αιχμαλώτους!
Στην πόλη Τσαρσαμπά οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τις χριστιανές γυναίκες. Η πλειονότητα στάλθηκε σε μια πορεία θανάτου, ενώ μια επιλεγμένη μειοψηφία «όμορφων γυναικών «κρατούνταν για την ευχαρίστηση των στρατευμάτων υπό τον Οσμάν Αγά», σύμφωνα με έναν Αμερικανό παρατηρητή που υπηρετούσε στο USS Overton!
Τέτοιες επιθέσεις από τον Οσμάν και τους άνδρες του ήταν απροκάλυπτες και συχνές. Ένας Αμερικανός που υπηρετούσε στο USS Williamson μίλησε σε έναν ντόπιο, ο οποίος είπε ότι «αυτό που συνέβη τον έκανε να ντρέπεται που είναι Τούρκος»
Οι βιασμοί, οι δολοφονίες και οι απαγωγές των κατοίκων ήταν μόνιμο φαινόμενο. Οι κλοπές επίσης.
Πολλοί Χριστιανοί βρήκαν καταφύγιο στο τοπικό γαλλικό σχολείο. Οι δολοφόνοι του Οσμάν απήγαγαν και βίασαν τις γυναίκες και τα κορίτσια, σκότωσαν άντρες και αγόρια και αργότερα έκαψαν το σχολείο.
Η συμμορία του Οσμάν απήγαγε πολλές γυναίκες και κορίτσια καθώς έφευγαν από την πόλη. Ορισμένοι Τούρκοι κάτοικοι της πόλης συμμετείχαν στις επιθέσεις, ενώ εκείνοι που συμπαθούσαν τους χριστιανούς γείτονές τους ήταν εντελώς ανήμποροι να σταματήσουν τη σφαγή.
Ο Οσμάν αργότερα ταξίδεψε στην Τραπεζούντα και άρχισε να ληστεύει σπίτια, αλλά τον έδιωξε ένας Τούρκος γκάνγκστερ που ονομαζόταν Γιαχία .
Το 1921 ο Οσμάν και οι άνδρες του βρέθηκαν στην Κερασούντα και τη διπλανή πόλη Τιρεμπολού
Πάλι τα ίδια. Σκότωσαν ή απέλασαν την πλειοψηφία των ντόπιων Ποντίων Ελλήνων, αλλά επέλεξαν μερικές γυναίκες και κορίτσια για «χρήση» από τα στρατεύματα. Εφιάλτης!
Το 1922, ο Οσμάν οδήγησε τους άνδρες του στο Ορντού. Λίγοι Χριστιανοί άντρες παρέμειναν για να υπερασπιστούν το μέρος (η πλειοψηφία αποχώρησε), αλλά πολλές γυναίκες και παιδιά δεν έφυγαν.
Ο Οσμάν και οι άνδρες του διάλεξαν τις γυναίκες και τα κορίτσια που ήθελαν από το πλήθος. Έβαλαν όλους τους άλλους Χριστιανούς σε δύο κτίρια, τα οποία πυρπόλησαν. Ο Οσμάν και οι άντρες του βίασαν τις επιλεγμένες γυναίκες όλη τη νύχτα και την επόμενη μέρα τις έσφαξαν. Οι άνδρες του Τούρκου εγκληματία έκαναν το ίδιο σε εννέα κοντινά χωριά.
Οι δραστηριότητές του εναντίον των Ελλήνων ήταν τόσο βάναυσες που ακόμη και ο Αντνάν Μπέης έστειλε επιστολή στην κυβέρνηση της Άγκυρας ζητώντας να ληφθούν μέτρα κατά του Τοπάλ Οσμάν
Και φτάνουμε στο κρίσιμο σημείο
Το 1923 ο Οσμάν πήρε την πληροφορία ότι στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση γίνονταν έντονες συζητήσεις για τη Διάσκεψη της Λωζάννης και ο Αλί Σουκρού εναντιωνόταν στον Μουσταφά Κεμάλ. Ο Οσμάν είπε ότι θα μιλήσει με τον Αλί Σουκρού και θα τον πείσει να εγκαταλείψει την αντίθεσή του.
Στην πορεία θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη δολοφονία του Σουκρού ο οποίος εξαφανίστηκε στις 27/3/1923 στην Άγκυρα. Το άψυχο κορμί του βρέθηκε την 1η Απριλίου, στην περιοχή του χωρίου Μίχιε κι ακολούθησε ένταλμα σύλληψης σε βάρος του Οσμάν.
Πολλοί λένε ότι δεν ήταν ο Οσμάν υπεύθυνος για τη δολοφονία του Σουκρού αλλά του «φόρτωσαν» τα πάντα καθώς ήθελαν να τον εξαφανίσουν μετά τις αγριότητες που είχε διαπράξει σε βάρος των Ποντίων Ελλήνων και των Αρμενίων. Και βέβαια εκείνη την εποχή η Τουρκία προσπαθούσε να δείξει ένα σοβαρό και πολιτισμένο/δημοκρατικό πρόσωπο.
Ακόμα και ο γιός του Σουκρού, ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν ο Τοπάλ Οσμάν ο δολοφόνος του πατέρα του.
Την 1η Απριλίου του 1923 λοιπόν ο Οσμάν και οι άντρες του παγιδεύτηκαν στη διάρκεια συγκρούσεων με τη νεοσύστατη μονάδα φρουράς. Ο ίδιος συνελήφθη και μετά από εντολή του Ισμαήλ Χακί (πολλοί τον θεωρούν ως «δολοφόνο του Σουκρού ο οποίος φόρτωσε τα πάντα στον Οσμάν) εκτελέστηκε με ένα πυροβολισμό στο κεφάλι.
Στις 2 Απριλίου το σώμα του ξεθάφτηκε και κρεμάστηκε στην πύλη του κτιρίου του Κοινοβουλίου (το σημερινό Μουσείο Πολέμου της Ανεξαρτησίας). Τελικά το 1925, το σώμα του θάφτηκε στην κορυφή του Κάστρου της Κερασούντας, κατόπιν εντολής του Μουσταφά Κεμάλ.
Ο Τοπάλ Οσμάν γεννήθηκε στην Κερασούντα το 1883 και ήταν τουρκικής καταγωγής, από τη φυλή Τσεπνί.
Ο πατέρας του, Φεριντουνζαντέ Χατζή Μεχμέτ Εφέντι ήταν έμπορος φουντουκιών. Στα νιάτα του βοήθησε στην οικογενειακή επιχείρηση και έγινε συνεργάτης σε πριονιστήριο ενώ παντρεύτηκε κι απέκτησε δύο γιούς.
Παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του πλήρωσε το τίμημα της στρατιωτικής του θητείας, αρνήθηκε να μείνει και συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912–1913 με 65 φίλους του.
Πολέμησαν στο Τσορλού. Μια βουλγαρική οβίδα τραυμάτισε το δεξί του γόνατο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αρνήθηκε να ακρωτηριαστεί το πόδι του, έτσι οι γιατροί έβγαλαν μόνο τα σκάγια από το γόνατό του χωρίς αναισθησία, με αποτέλεσμα να κουτσαίνει (τουρκικά: topal απ’ όπου και πήρε το όνομά του)
Αυτή είναι η εκδοχή των Τούρκων. Οι Έλληνες υποστηρίζουν ότι ο Οσμάν τραυματίστηκε στο πόδι από μια γυναίκα που τον μαχαίρωσε επειδή δεν άντεχε να τον βλέπει να βιάζει την 18χρονη κόρη της σε ελληνικό χωριό των Σαράντα Εκκλησιών.
Επίσης παρά τα όσα λένε οι Τούρκοι, ο αιμοσταγής Τσέτης (σύμφωνα με άλλες πηγές) ουδέποτε έλαβε μέρος στην πρώτη γραμμή παρά μόνο λεηλατούσε τα χωρία, βίαζε και έκαιγε άμαχο πληθυσμό.