Ο Ίντι Αμίν έχει μείνει στην ιστορία ως ένας από τους πλέον στυγνούς δικτάτορες που εμφανίστηκαν ποτέ στον πλανήτη.
Ο Αμίν διοίκησε την Ουγκάντα μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα και υπολογίζεται ότι με τη σκληρότητα στη διοίκησή του ευθύνεται για τη δολοφονία 500 χιλιάδων συμπατριωτών του. Είναι η απόλυτη έκφραση του κακού κι έτσι έμεινε στην ιστορία.
Ο Αμίν κατηγορήθηκε για κανιβαλισμό, ότι δηλαδή έτρωγε τους εχθρούς του. Ο ίδιος καυχιόταν για τα κομμένα κεφάλια των αντιπάλων του που κρατούσε στον καταψύκτη του κι απαντούσε ότι «η ανθρώπινη σάρκα είναι πολύ αλμυρή για τα γούστα μου»!
Στον εαυτό του έδωσε τον εξής «ταπεινό» τίτλο:
«Η εξοχότητά του, Ισόβιος Πρόεδρος, Στρατάρχης Αλ Χατζί, Δόκτορ Ίντι Αμίν Νταντά, Διδάκτορας Νομικής, Μέλος του Τάγματος Διακεκριμένης Υπηρεσίας, Κάτοχος Στρατιωτικού Σταυρού, Πορθητής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, Κύριος όλων των θηρίων της γης και των ψαριών των θαλασσών και Κατακτητής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Αφρική γενικά και στην Ουγκάντα ειδικότερα»
Έτσι κι αλλιώς όσο περνούσαν τα χρόνια, η συμπεριφορά του Αφρικανού δικτάτορα γινόταν απρόβλεπτη.
Όταν οι Βρετανοί διέκοψαν διπλωματικές σχέσεις με την Ουγκάντα ο Αμίν απένειμε στον εαυτό του το παράσημο του Πορθητή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Επίσης έλεγε παντού ότι είναι ο Βασιλιάς της Σκωτίας
Κατά τη διάρκεια της αιμοσταγούς διαδρομής του κέρδισε κι άλλα ψευδώνυμα από ξένους, αρκετά από τα οποία εκτός από σκληρά ήταν και υποτιμητικά.
Μεγάλος Πατέρας (αυτό έδινε μια στοργή εντελώς ειρωνικά), Το Μεγάλο Μαχαίρι (αυτό πήγαινε για τις δυνάμεις ασφαλείας επειδή δολοφονούσαν τα θύματα με μαχαίρια), Χασάπης της Ουγκάντα, Χασάπης της Καμπάλα, Μαύρος Χίτλερ και Δρ.Τζάφα. Το τελευταίο το απέκτησε ως εξόριστος στη Σαουδική Αραβία λόγω της καθημερινής κατανάλωσης πορτοκαλιών!
Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του τα ΜΜΕ εκτός της χώρας του, τον παρουσίαζαν ως κωμική κι εκκεντρική φιγούρα. Μια εκπομπή του 1977 τον παρουσίασε ως «Κλόουν δολοφόνο» ενώ η κωμική σειρά Saturday Night Live μετέδωσε τέσσερα επεισόδια για τον Αμίν μεταξύ 1976 και 1979.
Το 1979, ο ραδιοφωνικός παρουσιαστής Ντον Άιμους έκανε πολλαπλές τηλεφωνικές κλήσεις στον αέρα σε μια προσπάθεια να μιλήσει με τον Ίντι Αμίν και αργότερα φιλοξένησε μια ψεύτικη συνέντευξη μαζί του που θεωρήθηκε «πολύ βρώμικη».
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επικριθούν τα ξένα ΜΜΕ από εξόριστους ή πρόσφυγες από την Ουγκάντα διότι έδιναν έμφαση στην εκκεντρικότητα και δεν έβλεπαν την ουσία και τη δολοφονική του συμπεριφορά.
Και δεν είχαν άδικο. Ο Ίντι Αμίν ήταν στυγνός δικτάτορας και δολοφόνος.
Για την ακρίβεια θεωρείται ένας από τους πλέον βάναυσους δικτάτορες στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία.
Η διακυβέρνηση του Αμίν χαρακτηριζόταν από ανεξέλεγκτες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής καταστολής, των εθνοτικών διώξεων και των εξωδικαστικών δολοφονιών, καθώς και από νεποτισμό, διαφθορά και βαριά οικονομική κακοδιαχείριση.
Διεθνείς παρατηρητές και ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκτιμούν ότι από 100.000 έως 500.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν υπό το καθεστώς του.
Ο Αμίν δεν έγραψε αυτοβιογραφία και δεν εξουσιοδότησε μια επίσημη γραπτή αφήγηση της ζωής του. Υπάρχουν διαφορές σχετικά με το πότε και πού γεννήθηκε. Οι περισσότερες βιογραφικές πηγές υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε είτε στο Κομπόκο είτε στην Καμπάλα γύρω στο 1925.
Άλλες ανεπιβεβαίωτες πηγές αναφέρουν το έτος γέννησης του Αμίν είναι από το 1923 έως το 1928. Ο γιος του Αμίν, Χουσεΐν, δήλωσε ότι ο πατέρας του γεννήθηκε στην Καμπάλα το 1928.
Σε νεαρή ηλικία εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του και μεγάλωσε με την οικογένεια της μητέρας του σε μια αγροτική πόλη.
Ο Αμίν εντάχθηκε σε ένα ισλαμικό σχολείο στη Μπόμπο το 1941. Μετά από λίγα χρόνια, άφησε το σχολείο μόνο με εκπαίδευση στην αγγλική γλώσσα στην τέταρτη τάξη και έκανε περίεργες δουλειές πριν στρατολογηθεί στον στρατό από έναν αξιωματικό του βρετανικού αποικιακού στρατό.
Ισχυρίστηκε ψευδώς ότι υπηρέτησε στην εκστρατεία της Βιρμανίας αλλά πολέμησε τους Σομαλούς αντάρτες στην Κένυα το 1949. Στη συνέχεια προήχθη αρχικά σε δεκανέα και στη συνέχεια σε λοχία.
Το 1959 έλαβε τον τίτλο του Εντεταλμένου Αξιωματικού, που ήταν ο ανώτερος βαθμός που μπορούσε να πάρει ένας μαύρος στον αποικιακό βρετανικό στρατό εκείνης της εποχής.
Έγινε και Υπολοχαγός ενώ το 1962 μετά την ανεξαρτησία της χώρας από τους Βρετανούς έφτασε στο βαθμό του Λοχαγού και στη συνέχεια του Ταγματάρχη. Το 1970 έγινε Διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων στην Ουγκάντα.
Υπήρξε πολύ καλός αθλητής χάρη στην εντυπωσιακή σωματική του διάπλαση (ύψος στα 1,93 μέτρα) ενώ ήταν ο πρωταθλητής της ελαφράς βαρέων βαρών της Ουγκάντα στην πυγμαχία από το 1951 έως το 1960, καθώς και κολυμβητής. Ο Αμίν ήταν επίσης ένας τρομερός φόργουορντ του ράγκμπι.
Η σχέση του με τον πρόεδρο της χώρας, Μίλτον Ομπότε άρχισε να γίνεται προβληματική
Ο πρόεδρος ανακάλυψε τις υπόγειες κινήσεις του Αμίν στον στρατό και τον μείωσε από αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Στις 25 Ιανουαρίου του 1971 ο Αμίν προχώρησε σε πραξικόπημα, αναλαμβάνοντας την εξουσία στη διάρκεια που ο Ομπότε βρισκόταν σε Σύνοδο Κορυφής της Κοινοπολιτείας στη Σιγκαπούρη.
Ο Αμίν κατηγόρησε τον πρώην πρόεδρο για διαφθορά και προνομιακή μεταχείριση ολίγων.
Παρουσιάστηκε ως στρατιώτης και όχι ως πολιτικός, ενώ δήλωσε ότι η στρατιωτική κυβέρνηση θα παραμείνει μόνο ως υπηρεσιακό καθεστώς μέχρι τις νέες εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν όταν η κατάσταση ομαλοποιηθεί.
Υποσχέθηκε να απελευθερώσει όλους τους πολιτικούς κρατούμενους
Στην ουσία ήταν η άνοδος του απόλυτου κακού στην εξουσία της Ουγκάντα.
Διόρισε στρατιώτες σε όλες τις κυβερνητικές και κρατικές θέσεις, τοποθέτησε τα στρατοδικεία πάνω από τα πολιτικά δικαστήρια.
Ο Ομπότε βρήκε καταφύγιο στην Τανζανία όπου προσέφυγαν ακόμα 20 χιλιάδες πρόσφυγες που έφυγαν από την Ουγκάντα καθώς δεν άντεχαν τον Αμίν. Προσπάθησαν να ανακτήσουν την εξουσία το 1972 μέσω ενός πραξικοπήματος που ήταν τραγικά οργανωμένο κι έτσι απέτυχε.
Ο Αμίν άρχισε τις σφαγές, υπολογίζεται ότι περίπου 5 χιλιάδες άνθρωποι δολοφονήθηκαν ενώ συχνά πετάγονταν τα πτώματα στο Νείλο.
Στο τέλος της αιματηρής του διαδρομής θα έφταναν το μισό εκατομμύριο οι νεκροί.
Ο στρατός της Ουγκάντα αυξήθηκε από 10.000 σε 25.000 μέχρι το 1978. Ο στρατός του Αμίν ήταν σε μεγάλο βαθμό μια μισθοφορική δύναμη. Οι μισοί στρατιώτες ήταν Νοτιοσουδανοί και το 26 τοις εκατό Κονγκολέζοι, με μόνο το ένα τέταρτο να είναι ντόπιοι, κυρίως Μουσουλμάνοι
Τον Αύγουστο του 1972 ο Αμίν κήρυξε οικονομικό πόλεμο αρπάζοντας τις επιχειρήσεις και τις περιουσίες Ασιατών κι Ευρωπαίων στην Ουγκάντα.
Ζήτησε την απέλαση 50 χιλιάδων Ασιατών που ήταν κάτοχοι βρετανικού διαβατηρίου. Αυτό τροποποιήθηκε αργότερα για να συμπεριλάβει και τους 60 χιλιάδες Ασιάτες που δεν ήταν πολίτες της Ουγκάντα.
Ο Αμίν απαλλοτρίωσε επιχειρήσεις και περιουσίες που ανήκαν σε Ασιάτες και Ευρωπαίους και τις παρέδωσε στους υποστηρικτές του!
Μόνο που τότε άρχισαν τα προβλήματα. Οι Ασιάτες (Ινδοί στην πλειοψηφία) ήταν η ραχοκοκαλιά της οικονομίας στη χώρα όπου εργάζονταν για πολλά χρόνια. Οι αντικαταστάτες τους δεν είχαν ιδέα κι έτσι οι βιομηχανίες και το εμπόριο κατέρρευσαν!
Στην αρχή ο Αμίν υποστηρίχτηκε από τη Δύση αλλά και το Ισραήλ καθώς θεωρούσαν ότι ο Ομπότε λόγω των στενών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση ήταν επικίνδυνος.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου έτους της προεδρίας του, ο Αμίν έλαβε βασική στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη από το Ηνωμένο Βασίλειο και το Ισραήλ.
Τον Ιούλιο του 1971 επισκέφτηκε και τις δύο χώρες και ζήτησε προηγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό, αλλά οι πολιτείες αρνήθηκαν να παράσχουν υλικό εκτός εάν η κυβέρνηση της Ουγκάντα πλήρωνε γι’ αυτό.
Ο Αμίν αποφάσισε να αναζητήσει ξένη υποστήριξη αλλού και τον Φεβρουάριο του 1972 επισκέφτηκε τη Λιβύη. Κατήγγειλε τον Σιωνισμό και σε αντάλλαγμα ο Λίβυος ηγέτης Μουαμάρ Καντάφι υποσχέθηκε στην Ουγκάντα ένα άμεσο δάνειο 25 εκατομμυρίων δολαρίων για να ακολουθήσει περισσότερος δανεισμός από την Τράπεζα Ανάπτυξης Λιβύης-Ουγκάντα.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών ο Αμίν απομάκρυνε διαδοχικά Ισραηλινούς στρατιωτικούς συμβούλους από την κυβέρνησή του, απέλασε όλους τους άλλους Ισραηλινούς τεχνικούς και τελικά διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις!
Το επεισόδιο με την αεροπειρατεία και την επέμβαση Ισραηλινών καταδρομέων
Τον Ιούνιο του 1976, ο Αμίν επέτρεψε σε ένα αεροσκάφος της Air France από το Τελ Αβίβ στο Παρίσι που είχε καταληφθεί από δύο μέλη του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και δύο μέλη της Γερμανικής Επαναστατικής Οργάνωσης Zellen να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο Entebbe
Κρατήθηκαν όμηροι 83 πολίτες από το Ισραήλ.
Τη νύχτα της 3ης προς 4η Ιουλίου 1976, μια ομάδα Ισραηλινών καταδρομέων πέταξε από το Ισραήλ και κατέλαβε τον έλεγχο του αεροδρομίου Entebbe, απελευθερώνοντας σχεδόν όλους τους ομήρους.
Τρεις όμηροι πέθαναν κατά τη διάρκεια της επιχείρησης και 10 τραυματίστηκαν. 7 αεροπειρατές, περίπου 45 στρατιώτες από την Ουγκάντα και 1 Ισραηλινός στρατιώτης, ο Yoni σκοτώθηκαν.
Ένας τέταρτος όμηρος, η 75χρονη Ντόρα Μπλοχ, μια ηλικιωμένη Εβραία Αγγλίδα που είχε διακομιστεί στο νοσοκομείο Mulago στην Καμπάλα πριν από την επιχείρηση διάσωσης, δολοφονήθηκε στη συνέχεια ως αντίποινα. Το περιστατικό επιδείνωσε περαιτέρω τις διεθνείς σχέσεις της Ουγκάντα.
Παράλληλα ο Αμίν είχε μεγάλη ένταση τόσο με την Κένυα όσο και με την Ρουάντα έχοντας απειλήσει πολλές φορές να βομβαρδίσει την πρωτεύουσα της χώρας, Κιγκάλι.
Η κατάσταση στην Ουγκάντα άρχισε να γίνεται αφόρητη. Οι συνεργάτες του Αμίν είχε συρρικνωθεί και ο ίδιος έβλεπε παντού συνωμοσίες κι εχθρούς του.
Υπήρξε ήδη μια διάσπαση στο στρατό της Ουγκάντα με πολλούς να έχουν βρεθεί στο πλευρό του Στρατηγού Αντρίσι. Ξέσπασαν μάχες κατά μήκος των συνόρων με την Τανζανία και ο Αμίν εξαπέλυσε επίθεση στο έδαφος της χώρας
Ουσιαστικά ο Αμίν κατηγορούσε τον πρόεδρο της Τανζανίας, Τζούλιους Νιερέρε ότι υποκινούσε τις ταραχές και τις εξεγέρσεις.
Η κατάσταση κινητοποίησε την Τανζανία και ο Αμίν διαπίστωσε ότι η θέση του θα ήταν δύσκολη. Πάνω στην παράκρουσή του ζήτησε από τον Νιερέρε να μονομαχήσουν σε πυγμαχικό αγώνα αντί να γίνει πόλεμος.
Ο πρόεδρος της Τανζανίας αγνόησε αυτό το μήνυμα. Η Τανζανία εισέβαλλε στην Ουγκάντα και στις 11 Απριλίου του 1979 ο Αμίν εγκατέλειψε τη χώρα με ελικόπτερο.
Αρχικά έμεινε στη Λιβύη και στη συνέχεια στη Σαουδική Αραβία που του επέτρεψε την παραμονή με αντάλλαγμα να μείνει εκτός πολιτικής.
Στις 19 Ιουλίου του 2003 ο Αμίν έπεσε σε κώμα εξαιτίας νεφρικής ανεπάρκειας. Πέθανε στη Τζέντα στις 16 Αυγούστου του ίδιου έτους κι εκεί ενταφιάστηκε καθώς ουδέποτε επέστρεψε στην Ουγκάντα.
Ήταν το τέλος ενός δικτάτορα που δημιούργησε ένα από τα χειρότερα καθεστώτα στην ιστορία τις ανθρωπότητας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ιστορίες κατασκόπων: Η υπόθεση Προφούμο
Πολ Ποτ: Ο υπεύθυνος για 2 εκατομμύρια θανάτους στην Καμπότζη
Μουαμάρ Καντάφι: Για πολλούς ήρωας, για άλλους τόσους το πρόσωπο της φρίκης